αστοχασιά

αστοχασιά
η
απερισκεψία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αστοχασιά — η ασκεψία, ακρισία, απροσεξία: Αστοχασιά του ήταν να μη σε συμβουλευτεί για τη δουλειά που λογάριαζε να κάνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απερισκεψία — η 1. έλλειψη σύνεσης ή φρόνησης, αστοχασιά 2. απερίσκεπτη ή επιπόλαιη ενέργεια …   Dictionary of Greek

  • απερισκεψία — η αστοχασιά, αμυαλιά: Τις απερισκεψίες μας συνήθως τις πληρώνουμε ακριβά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφηρημάδα — η έλλειψη προσοχής, αστοχασιά: Έχει τέτοια αφηρημάδα, που ξεχνά την πόρτα του σπιτιού του ανοιχτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”